- πρόκριμα
- πρόκριμαprejudgementneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόκριμα — το, ΝΑ [προκρίνω] νεοελλ. καθετί που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα τής δημοσκόπησης αποτελούν πρόκριμα για τις επερχόμενες εκλογές») αρχ. 1. η εκ τών προτέρων κρίση ή απόφαση («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ … Dictionary of Greek
προκριμάτων — πρόκριμα prejudgement neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκρίματι — πρόκριμα prejudgement neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκρίματος — πρόκριμα prejudgement neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκριματίζω — Μ 1. ανακρίνω 2. παθ. προκριματίζομαι τιμωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. τ. προκριματίζω < πρόκριμα, ατος, ενώ ο παθ. τ. προκριματίζομαι < προ * + κριματίζομαι (< κρίμα «σφάλμα, αμαρτία»)] … Dictionary of Greek
προκριματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή συντελεί ή αποβλέπει στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης 2. φρ. α) «προκριματικοί αγώνες» (αθλ.) αγώνες που γίνονται προκαταρκτικά για την ανάδειξη εκείνων που πρόκειται να συμμετάσχουν στους τελικούς… … Dictionary of Greek
προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… … Dictionary of Greek
ՄՏԱՀԱՃՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0305 Chronological Sequence: Early classical, 7c գ. Որպէս Ինքնահաճութիւն. հաւանութիւն ընդ կարծիս մտաց իւրոց՝ իւիք պաշարմամբ. յն. նախադատութիւն. πρόκριμα praejudicium. *Զայդ պահեսցես առանց մտահաճութեան, մի՛ ինչ առնել աչառանօք. ՟Ա. Տիմ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)